-
1 ἄ-λυτος
ἄ-λυτος, unauflöslich, Hom. dreimal, an derselben Stelle des Verses, Iliad. 13, 360 πεῖραρ ἄρρηκτόν τ' ἄλυτόν τε, 37 πέδας ἀρρήκτους ἀλύτους, ὄφρ' ἔμπεδον αὖϑι μένοιεν, Od. 8, 275 δεσμοὺς ἀρρήκτους ἀλύτους, ὄφρ' ἔμπεδον αὖϑι μένοιεν; – Aesch. Prom. 154; κύκλος Pind. P. 4, 2154 ἄλλυτον λίνον Theocr. 27, 16; vgl. Arist. Meteor. 4, 6; – dah. unendlich, Soph. El. 223; öfter in Anth. – Adv., Plat. Tim. 60 c.
-
2 ἄῤ-ῥηκτος
ἄῤ-ῥηκτος, unzerreißbar, δεσμόν Iliad. 15, 20, δεσμοὺς ἀρρήκτους ἀλύτους Od. 8, 275; πέδας ἀρρήκτους ἀλύτους Iliad. 13, 37; ἔριδος καὶ πολέμοιο πεῖραρ, ἄρρηκτόν τ' ἄλυτόν τε 13, 360; εἶλαρ, unzerstörbar, 14, 56. 68; τεῖχος Od. 10, 4; πόλις Iliad. 21, 447; νεφέλην, undurchdringlich, 20, 150; φωνή, unermüdlich, 2, 490; – ἀδαμαντίνων δεσμῶν ἐν ἀρρήκτοις πέδαις Aesch. Prom. 6; ἄῤῥηκτος φυάν Pind. I. 5, 44, von unverwüstlicher Natur; σάκος Aesch. Suppl. 187; Soph. Ai. 573; χάλαζα, hart, Theocr. 22, 16; δέρμα κροκοδείλου, undurchdringlich, Her. 2, 68; Sp. – Adv., ἀῤῥήκτως ἔχειν Ar. Lys. 182.
-
3 ἄρρηκτος
A unbroken, not to be broken,δεσμὸν.. χρύσεον ἄ. Il.15.20
, cf. 13.37;τεῖχος χάλκεον ἄ. Od.10.4
, cf. Il.14.56;ἵν' ἄ. πόλις εἴη 21.447
;ἄ. νεφέλην 20.150
;πτολέμοιο πεῖραρ.. ἄρρηκτόν τ' ἄλυτόν τ' 13.360
;φωνή τ' ἄ. 2.490
;ἄ. πέδαι A.Pr.6
; , S.Aj. 576; ἄρρηκτος φυάν, i.e. invulnerable, Pi.I.6(5).47; δέρμα ἄ. ἐπὶ τοῦ νώτου, of the crocodile, Hdt.2.68, cf. Arist.HA 503a10;ἄ. χάλαζαι Theoc.22.16
: metaph.,θυμός Id.25.112
; of land, unploughed, Tab.Heracl.1.19. Adv.-τως, ἔχειν Ar.Lys. 182
; with unbroken courage, Phld.Mort.39.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄρρηκτος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий